δειπνητικαί

δειπνητικαί
δειπνητικός
fond of dinner
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δειπνητικός — δειπνητικός, ή, όν (Α) [δειπνητής] Ι. 1. ο φιλόδειπνος, αυτός που τού αρέσει να συμμετέχει σε δείπνα 2. φρ. «δειπνητικαὶ ἐπιστολαί» επιστολές με θέμα τη μαγειρική II. επίρρ. δειπνητικῶς σαν μάγειρας, με τη δεξιοτεχνία τού μάγειρα …   Dictionary of Greek

  • Λυγκέας — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους Αφαρητιάδες, γιος του Aφαρέα και της Αρήνας και αδελφός του Ίδα, με τον οποίο αποτελούσε ένα θεϊκό ζευγάρι διδύμων. Ο Παυσανίας αναφέρει (Δ’, 2,5) ότι και οι δύο αδελφοί ζούσαν στην Αρήνη, πόλη της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”